- ζηλότυπος
- -η, -ο (AM ζηλότυπος, -ον)αυτός που διακατέχεται από το πάθος τής ζηλοτυπίας, ο φθονερός, ο ζηλιάρης («σφόδρα ζηλότυπος ό νεανίσκος ἦν», Αριστοφ.)νεοελλ.(για συζύγους) καχύποπτος για τη συζυγική ή την ερωτική πίστηαρχ.1. αυτός που έχει προθυμία, έντονη διάθεση για κάτι2. φιλόνικος, ερειστικός.επίρρ...ζηλοτύπως και ζηλότυπα (Α ζηλοτύπως)με ζήλεια, με ζηλοτυπίανεοελλ.με ζήλο, με επιμονήαρχ.με σφοδρή επιθυμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος + τύπος «κτύπος, κτύπημα»ζηλότυπος «ο κτυπημένος με ζήλεια, αυτός που έχει δεχθεί το πλήγμα τής ζήλειας»].
Dictionary of Greek. 2013.